- πορτόφυλλο
- το, Ντο φύλλο τής πόρτας, το θυρόφυλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πορτόφυλλο — το το φύλλο της πόρτας, θυρόφυλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυρόφυλλο — το καθένα από τα κινητά μέρη τής θύρας, το πορτόφυλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. les battants. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου] … Dictionary of Greek
θυρόφυλλο — το το καθένα από τα δύο μέρη μιας πόρτας, πορτόφυλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)